εκπωματίζω

εκπωματίζω
μετ. откупоривать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκπωματίζω" в других словарях:

  • εκπωματίζω — (Μ ἐκπωματίζω) αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεβουλλώνω — 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω 2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα») 3. αποσφραγίζω επιστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βουλλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»